- σκοπιήτης
- σκοπιήτηςhighlandermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοπιήτης — ὁ, Α [σκοπιά / σκοπιή] 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος» … Dictionary of Greek
σκοπιῆτα — σκοπιήτης highlander masc voc sg σκοπιήτης highlander masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)